- υπηρεσιακός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπηρεσία (α. «υπηρεσιακό έγγραφο» β. «υπηρεσιακά καθήκοντα»)2. (για πρόσ.) ο αφοσιωμένος στην υπηρεσία του, αυτός που εκτελεί αμερόληπτα τα καθήκοντά του3. φρ. α) «υπηρεσιακή κυβέρνηση» — βλ. κυβέρνησηβ) «υπηρεσιακά συμβούλια»(νομ.) συλλογικά όργανα, αρμόδια να γνωμοδοτούν και να αποφασίζουν για όλες σχεδόν τις περιπτώσεις μεταβολής τής κατάστασης τών δημοσίων υπαλλήλωνγ) «υπηρεσιακές εκθέσεις»(νομ.) εκθέσεις που συντάσσονται, σύμφωνα με τον νόμο, περιοδικώς από τους αρμόδιους προϊσταμένους τών δημόσιων υπηρεσιών για την απόδοση, την ικανότητα και την καταλληλότητα τών υφιστάμενων υπαλλήλων.επίρρ...υπηρεσιακώς και υπηρεσιακά Νμε υπηρεσιακό τρόπο ή μέσω τής υπηρεσίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπηρεσία. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.